ξετσίπωμα

ξετσίπωμα
το [ξετσιπώνομαι]
έλλειψη ντροπής, αναίδεια, αναισχυντία, ξετσιπωσιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξετσίπωμα — το, ατος βλ. ξετσιπωσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξετσιπωσιά — η [ξετσιπώνω] αδιαντροπιά, ξετσίπωμα …   Dictionary of Greek

  • εκτραχηλισμός — ο 1. μτφ., αποχαλίνωση, ηθική παρεκτροπή, ξετσίπωμα. 2. στον πληθ., εκτραχηλισμοί αναίσχυντες, απρεπείς πράξεις. 3. μία από τις λαβές του κεφαλιού στην πάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξετσιπωσιά — η και ξετσίπωμα, το αδιαντροπιά, αναίδεια, αναισχυντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”